θερμοποτίς

θερμοποτίς
θερμοποτίς, -ίδος, ἡ (Α)
θηλ. τού θερμοπότης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θερμοπότης*, ορθότ. θερμοπότις (πρβλ. πολίτης-πολίτις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θερμοπότης — θερμοπότης, ὁ, θηλ. θερμοπότις και θερμοποτίς (Α) 1. αυτός που πίνει θερμά ποτά 2. το θηλ. ἡ θερμοπότις ποτήρι για θερμά ποτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πότης (< πίνω), πρβλ. γαλακτο πότης, υδατο πότης] …   Dictionary of Greek

  • σκαμβίς — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «θερμοποτίς» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”